галопировать - ορισμός. Τι είναι το галопировать
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι галопировать - ορισμός


ГАЛОПИРОВАТЬ      
1. скакать галопом (в 1 знач.).
2. танцевать галоп (в 3 знач.).
галопировать      
ГАЛОП'ИРОВАТЬ, галопирую, галопируешь, ·несовер. (спец.). Скакать на лошади галопом.
галопировать      
1. несов. неперех.
1) а) Бежать галопом, скакать (о лошадях).
б) Скакать на лошади.
2) перен. разг. Проходить, совершаться очень быстро, стремительно.
2. несов. неперех.
Танцевать галоп (2*1).
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για галопировать
1. То инфляцию подстегнет так, что та начинает галопировать.
2. Смотрите: цены растут, инфляция будет галопировать, и люди просто не смогут в этом всем выжить.
3. Сначала - в 1''5 году - банкам пришлось быстро перестраиваться, когда перестала галопировать инфляция.
4. Но когда цены на квадратный метр стали уж совсем галопировать, поняли, что ждать дальше бессмысленно.
5. Цена бензина стала галопировать неделю назад, увеличившись ко вчерашнему дню на 18 центов за галлон.
Τι είναι ГАЛОПИРОВАТЬ - ορισμός